εκτρέχω

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκτρέχω)
τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδο
μσν.
1. διατρέχω
2. αναζητώ, επιδιώκω
3. ορμώ, εξορμώ
4. περιέρχομαι
αρχ.
1. φεύγω τρέχοντας
2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι
3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω
4. (για θυμό) εκνευρίζομαι υπερβολικά, ξεπερνώ τα όρια, γίνομαι έξω φρενών
5. (με γεν.) υπερβαίνω, ξεπερνώ
6. απομακρύνομαι
7. (με γεν.) ξεφεύγω τη λαβή κάποιου
8. (για χρόνο) περνώ, εκπνέω
9. προσφεύγω
10. αποβαίνω
11. συνεχίζω
12. κατακλύζω, κάνω επιδρομή
13. προέρχομαι.