παρεμβλέπω

English (LSJ)

look askance, εἴς τι E.Hel.1558, cf. Phld. Vit.p.37 J., Sm.Ca.1.6, Hsch. s.v. παριλλαίνουσα.

German (Pape)

[Seite 515] von der Seite darauf sehen, ἐς κέρας, Eur. Hel. 1574.

French (Bailly abrégé)

regarder de côté.
Étymologie: παρά, ἐμβλέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εμβλέπω schuins kijken.

Russian (Dvoretsky)

παρεμβλέπω: глядеть искоса: εἰς κέρας π. Eur. (ср. лат. irasci in cornu) грозить рогом, т. е. устремить рога (о быке).

Spanish

mirar de lado

Greek Monolingual

Α
βλέπω λοξά, πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐμβλέπω «κοιτάζω κατευθείαν, εξετάζω»].

Greek Monotonic

παρεμβλέπω: μέλ. -ψω, βλέπω λοξά, κοιτώ πλαγίως, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμβλέπω: βλέπω λοξῶς, πλαγίως, εἴς τι Εὐρ. Ἑλ. 1558.

Middle Liddell

fut. ψω
to look askance, Eur.

Léxico de magia

mirar de lado λέγε δέ, τῷ ἀριστερῷ ὀφθαλμῷ παρεμβλέπων, οὕτως di, mirando de lado con el ojo izquierdo, así P VII 340