παρθενικότητα

Greek Monolingual

η
1. το γνώρισμα της παρθένου, η παρθενία
2. μτφ. αγνότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθενικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].