πασίδηλος

English (LSJ)

πασίδηλον, all-manifest, Hdn. Epim.20.

German (Pape)

[Seite 531] = πάνδηλος, Hdn. epimer. p. 20.

Greek (Liddell-Scott)

πᾱσίδηλος: -ον, ὁ τοῖς πᾶσι, δῆλος, φανερώτατος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 20.

Greek Monolingual

-η, -ο / πασίδηλος, -ον, ΝΜΑ
φανερός σε όλους, πασιφανής, ολοφάνερος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πασίδηλο
διεθν. δίκ. γεγονός του οποίου η απόδειξη δεν απαιτείται ως εκ της αναμφισβήτητης διαδόσεως του διεθνώς, στα όρια δεδομένου κράτους ή σε συγκεκριμένο τόπο, διότι θεωρείται αυταπόδεικτο.
επίρρ...
πασιδήλως
με ολοφάνερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του επιθ. πᾶς + δῆλος «φανερός»].