και πασπατεύγω1. ψάχνω με την αφή, ψηλαφώ, ψαχουλεύω2. αγγίζω κάτι απαλά με τα δάχτυλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πασπαλεύω < πασπάλη (πρβλ. ζητώ: ζήτουλας: ζητουλεύω)].