πατσάς
Greek Monolingual
ο, και πατσά, η
(και υποκορ. το πατσαδάκι και η πατσίτσα)
1. το στομάχι, η κοιλιά και τα ποδαράκια τών ζώων που σφάζονται
2. συνεκδ. το φαγητό που παρασκευάζεται από αυτά και στο οποίο συνήθως προσθέτουν και το κεφάλι
3. μτφ. (για γυναίκα) πλαδαρή, άσχημη, ρυτιδωμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. paca].