παχύτητα

Greek Monolingual

η / παχύτης, -ητος, ΝΜΑ παχύς
(για πρόσ. και ζώα) παχυσαρκία, ευσαρκία, πάχος
νεοελλ.-αρχ.
1. το πάχος ενός πράγματος, ο όγκος, το χόντρος
2. (για υγρά) πυκνότητα, η παχιά σύσταση, το παχύρρευστο
3. μτφ. η νωθρότητα στο πνεύμα, ηλιθιότητα, μωρία
νεοελλ.
1. μτφ. νωθρότητα, δυσκινησία στο σώμα
αρχ.
1. (για μαλλιά) πυκνότητα
2. (για υγρά) κατακάθι, ίζημα.