πείσμων
Greek Monolingual
-ον
1. αυτός που έχει πείσμα, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, δύστροπος
2. αυτός που γίνεται με πείσμα, πεισματώδης, πεισματάρικος («προέβαλε πείσμονα αντίσταση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πείθ-μων (< θ. πειθ- του πείθω) + επίθημα -μων (πρβλ. λήσμων). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Καιροί].