πελειοθρέμμων

English (LSJ)

πελειοθρέμμον, gen. ονος, (τρέφω) dove-nurturing, νῆσος A. Pers. 309.

German (Pape)

[Seite 550] ονος, Tauben fütternd, nährend; νῆσος, Aesch. Pers. 301; Schol. Il. 2, 502.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui nourrit des pigeons ou des colombes.
Étymologie: πέλεια, τρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελειοθρέμμων -ον [πέλεια, τρέφω] duiven voedend.

Russian (Dvoretsky)

πελειοθρέμμων: 2, gen. ονος питающий голубей (νῆσος Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εκτρέφει αγριοπερίστερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. πέλεια «αγριοπερίστερο» + -θρέμμων (< τρέφω, πρβλ. θρέμμα), πρβλ. γαλακτοθρέμμων].

Greek Monotonic

πελειοθρέμμων: -ον (τρέφω), αυτός που τρέφει περιστέρια, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πελειοθρέμμων: -ον, (τρέφω) ὁ τρέφων περιστεράς, νῆσος Αἰσχ. Πέρσ. 309˙ ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πελειοθρέμμονα νῆσον˙ Σαλαμῖνα».

Middle Liddell

πελειο-θρέμμων, ον, τρέφω
dove-nurturing, Aesch.

English (Woodhouse)

breeding doves