πεντάγραμμος

German (Pape)

[Seite 555] von od. mit fünf Linien, Luc. pro lapsu 5. S. πεντέγρ.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάγραμμος: -ον, ἴδε πεντέγρ-.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάγραμμος και πεντέγραμμος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από πέντε γραμμές
2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάγραμμο
μαθημ. επίπεδο αστεροειδές σχήμα που διαμορφώθηκε για πρώτη φορά από τους Πυθαγορείους και ορίζεται από πέντε ευθύγραμμα τμήματα, αλλ. πεντάλφα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. (στη σημειογραφία της δυτικής μουσικής) πέντε οριζόντιες παράλληλες γραμμές οι οποίες, με τη βοήθεια ενός κλειδιού, ορίζουν το τονικό ύψος τών μουσικών φθόγγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πέντε- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. εξάγραμμος].