πενταστάτηρος

English (LSJ)

[στᾰ], ον, five στατῆρες in weight, Sosicr.1 codd. Poll.

German (Pape)

[Seite 557] fünf στατῆρες schwer od. wert, δίκελλα, Sosicrat. com. bei Poll. 4, 173. 9, 57 erkl. durch πεντάλιτρος.

Greek (Liddell-Scott)

πενταστάτηρος: -ον, ὁ ἔχων βάρος πέντε στατήρων, Σωσικράτης ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει βάρος πέντε στατήρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + στατήρ, -ῆρος (πρβλ. δεκαστάτηρος)].