δεκαστάτηρος
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
[στᾰ], ον, in receipt of ten staters, Arr.An.7.23.3: Subst. δεκαστάτηρον, τό, sum of ten staters, Leg.Gort.9.49, Schwyzer 179a5 (Crete); weight of ten staters, IG12.918.
Spanish (DGE)
-ον
sólo subst.
1 τὸ δ. diez estateres, ICr.4.72.9.49, 51.5 (ambas Gortina V a.C.).
2 τὸ δ. peso de diez estateres, IG 13.1410 (V a.C.).
3 ὁ δ. milit., en la infantería maced. decastátero, soldado que recibe un sueldo de diez estateres al mes, Arr.An.7.23.3, 4.
German (Pape)
[Seite 542] zehn Stateren wert, Arr. An. 7, 23.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαστάτηρος: -ον, ὁ λαμβάνων μισθὸν δέκα στατῆρας, Ἀρρ. Ἀν. 7. 23.
Greek Monolingual
δεκαστάτηρος, -ον (Α)
1. χωρητικότητας δέκα στατήρων
2. το ουδ. ως ουσ. α) σύνολο δέκα στατήρων
β) βάρος δέκα στατήρων.