πενταφύλακος
English (LSJ)
[ῠ], ον, divided into five watches, νύξ Stesich. 55 (πεντε- codd.).
Greek (Liddell-Scott)
πενταφύλακος: -ον, ὁ διῃρημένος εἰς πέντε φυλακάς, νὺξ Στησίχ. 52.
Greek Monolingual
και πεντεφύλακος, -ον, Α
(για χρονικό διάστημα μιας ημέρας ή μιας νύχτας) αυτός που έχει διαιρεθεί σε πέντε φρουρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πεντε- + -φύλακος (< φυλακή), πρβλ. τριφύλακος.