πεπαντικός
English (LSJ)
πεπαντική, πεπαντικόν, able to ripen or soften, c. gen., πτυάλου Hp.Acut.66; π. δύναμις Dsc.5.125; π. μέλος (of music) soothing strain, prob. cj. in Iamb.VP25.113.
German (Pape)
[Seite 559] reif machend, erweichend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πεπαντικός: -ή, -όν, μαλακτικός, μετὰ γεν., λουτρὸν πτυέλου πεπαντικὸν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πεπαίνω
1. αυτός που συντελεί στην ωρίμαση ή στο μαλάκωμα, μαλακτικός («λουτρὸν πτυάλου πεπαντικόν», Ιπποκρ.)
2. φρ. «πεπαντικὸν μέλος» — κατευναστικό, καταπραϋντικό τραγούδι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεπαντικός -ή -όν [πεπαίνω] geneesk. rijp makend, met gen.: πτυάλου πεπαντικόν fluim (speekselklodders) vormend Hp. Acut. 66.