περίδεσμος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 572] ὁ, Band, Binde, plur. περίδεσμα, Eur. Herc. Fur. 1035, zw.; Sp., wie Aristaen. 1, 25.
Greek (Liddell-Scott)
περίδεσμος: ὁ, εἶδος γυναικείου στηθοδέσμου, Ἀρισταίν. 1. 25. 2) ταινία, «περιδέσμους ποιοῦσα ἐκ τῶν φορημάτων αὐτῆς» Βίος Ἁγίας Μάρθας, Actt. SS. Maii τ. 5, σ. 406, 33.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ περιδέω
νεοελλ.
1. δεσμός από σχοινί, καλώδιο ή ακόμη και μεταλλικό υλικό, που δένεται γύρω από αντικείμενα προκειμένου να τά συγκρατήσει ή να διασφαλίσει την ακέραια μεταφορά τους
2. βοτ. παρέγχυμα το οποίο, στο μερίστωμα του φύλλου, περιβάλλει τη βιβλιοξυλώδη δέσμη και περιβάλλεται με τη σειρά του από ενδόδερμα
μσν.-αρχ.
ζώνη, ταινία ή άλλο είδος γυναικείου στηθόδεσμου.