beam round about, illuminate, Ph.1.364, Hld.8.9.
[Seite 569] umglänzen, umleuchten, Heliod. 8, 9 u. a. Sp.
ΝΜΑ
φέγγω ολόγυρα, διαχέω λάμψη παντού
νεοελλ.
μτφ. κάνω κάποιον ένδοξο, λαμπρύνω
αρχ.
μτφ. θαμπώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + αὐγάζω «φωτίζω, λάμπω»].