περιαυγής

English (LSJ)

περιαυγές, beaming round about, τὸ π. τῶν ἀκτίνων Ph.1.570: Sup., -έστατον φέγγος ἀρετῆς ib.443; ἔποψις Metop. ap. Stob.3.1.115.

German (Pape)

[Seite 569] ές, umglänzt, Sp.

Russian (Dvoretsky)

περιαυγής: сверкающий (κάτοπτρον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

περιαυγής: -ές, (αὐγὴ) ὁ περιλάμπων, τὸ π. τῶν ἀκτίνων Φίλων Ι. 631 ἔποψις Θεάγης ἐν Gale Opusc. σ. 684. ΙΙ. ὁ ὁλόγυρα πεφωτισμένος, φωτεινός· οὕτω περίαυγος, ον, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 22 - πρβλ. περιαγής.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
1. αυτός που φωτίζει ολόγυρα
2. αυτός που φωτίζεται από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. διαυγής].