περιαγής

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιᾱγής Medium diacritics: περιαγής Low diacritics: περιαγής Capitals: ΠΕΡΙΑΓΗΣ
Transliteration A: periagḗs Transliteration B: periagēs Transliteration C: periagis Beta Code: periagh/s

English (LSJ)

περιαγές,
A broken in pieces, αἰγανέαι AP6.163 (Mel.).
II = περιηγής (q.v.), round, τρύπανον ib.204 (Leon.); σχῆμα π. ὡς κύρτου Plu.2.494b; ὅλμος Androm. ap. Gal.14.38; of the rounded front of the vertebrae, Ruf. Oss.24.
2 bent, opp. εὐθύς, Ph.Bel.52.32, 62.8; π. ἠρέμα χωρίον gently curving, Dion.Byz.28, cf. Porph.in Harm.p.21 D.

German (Pape)

[Seite 567] ές, umgebogen oder zerbrochen; αἰγανέαι, Mel. 115 (VI, 163); τρύπανον περιαγές, bei Leon. Tar. 28 (VI, 204), dor. für περιηγές, der herumgedreht wird, d. h. rund; Conj. Reiske's bei Plut. de Pyth. or. 21: ἐν κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι, vgl. de amor. prol. 2, τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲς ὡς ἁλιευτικοῦ κύρτου.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 arrondi;
2 recourbé, convexe.
Étymologie: περιάγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιᾱγής -ές [περιάγνυμι] in stukken gebroken:. αἰγανέαι περιαγέες gebroken werpspiezen AP 6.163.2.
περιᾱγής -ές [περιάγω] ronddraaiend:. περιαγὲς τρύπανον draaiende boor AP 6.204.3.

Russian (Dvoretsky)

περιᾱγής:
1 сломанный на куски (αἰγανέαι Anth.);
2 изогнутый (τρύπανον Anth.);
3 выгнутый, выпуклый (κάτοπτρον Plut.).

Greek Monolingual

-ές, Α περιάγνυμι
1. ο σπασμένος σε κομμάτια
2. στρογγυλός («τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲς ὡς ἁλιευτικού κύρτου», Πλούτ.)
3. κυρτός («κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι», Πλούτ.)
4. ο κεκαμμένος, σε αντιδιαστολή προς τον ευθύ.

Greek Monotonic

περιᾱγής: -ές (περιάγνυμι
I. σπασμένος σε κομμάτια, σε Ανθ.
II. = περιηγής, αρκετά στρογγυλός, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιᾱγής: -ές, (περιάγνυμι) ὁ εἰς τεμάχια τεθραυσμένος, αἱγανέαι περιαγέες, ἀκόντια συντετριμμένα, Ἀνθ. Π. 6. 163. ΙΙ. = περιηγής (ὃ ἴδε), περιφερής, στρογγύλος, τρύπανον περιαγὲς αὐτόθι 204· ἐπὶ δικτύου, Πλούτ. 2. 494Β· κυρτός, ἐπὶ κατόπτρου, κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι αὐτόθι 404C (οὕτως ὁ Reisk ἀντὶ περιαυγέσι). - Ἴδε Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ´, σ. 539, 596-7.

Middle Liddell

περιᾱγής, ές περιάγνυμι
I. broken in pieces, Anth.
II. = περιηγής, quite round, Anth.