περικάρυο

Greek Monolingual

το Ν
βιολ.
1. το τμήμα του νευρώνα που περιβάλλει τον πυρήνα και τα λοιπά ενδοκυτταρικά οργανίδια τών νευρικών κυττάρων και από το οποίο ξεκινούν οι νευριτικές αποφυάδες, δηλαδή ο νευράξονας και οι δενδρίτες, αλλ. κυτταρικό σώμα
2. η κυτταροπλασματική μάζα που περιβάλλει τον πυρήνα σε διάφορες δομές, όπως στο συγκυτιακό καλυπτήριο σύστημα τών πλατυελμίνθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perikaryon < περι- + κάρυον.