περιπροχέω
German (Pape)
[Seite 589] (s. χέω), darum, darüber ausgießen, überströmen, Il. 14, 316.
French (Bailly abrégé)
part. ao. περιπροχυθείς;
se répandre dans l'âme.
Étymologie: περί, προχέω.
English (Autenrieth)
only pass. aor. part., περιπροχυθείς, pouring in a flood over, Il. 14.316†.
Greek Monolingual
Α
(κυρίως στον Όμ.) (ιδίως το παθ.) περιπροχέομαι
χύνομαι ολόγυρα, περιχύνομαι («οὐ γάρ πώ ποτέ μ' ὧδε θεᾱς ἔρος... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθεὶς ἐδάμασσε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + προχέω «χύνω προς τα εμπρός»].