περιρρέπω
English (LSJ)
incline to one side, Hp.Fract.4, Gal.18(2).828.
Greek (Liddell-Scott)
περιρρέπω: κλίνω πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, Ἱππ. Ἀγμ. 754, ἔνθα ὁ Γαλην. σημειοῦται: «ἡ δὲ περίρρεψις ἀπὸ τοῦ περιρρέπειν ἐπὶ θάτερον μέρος, ἤτοι τὸ δεξιὸν ἢ τὸ ἀριστερὸν» κτλ.
Greek Monolingual
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ρρέπω naar één kant neigen.
German (Pape)
umschlagen, sich auf eine Seite schlagen (?).