περίρρεψις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, slipping to one side, Hp.Off.12.
Greek (Liddell-Scott)
περίρρεψις: ἡ, ἡ πρὸς τὸ ἕτερον μέρος κλίσις, μεταστροφή, Ἱππ. π. Ἰητρ. 745.
Greek Monolingual
-έψεως, ἡ, Α περιρρέπω
η κλίση προς το ένα μέρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίρρεψις -εως, ἡ [περιρρέπω] het afglijden (van verband).
German (Pape)
ἡ, das Umschlagen, das Hinneigen auf eine Seite, Hippocr.