περιρραντίζω

English (LSJ)

= περιρραίνω, LXX Nu. 19.13, al.; v.l. for περινοτίζω in Alex.Trall.1.15.

Greek (Liddell-Scott)

περιρραντίζω: ῥαντίζω ὁλόγυρα, τύπος ἰσοδύναμος τῷ περιρραίνω, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΘ΄, 13, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

ΝΑ
περιρραίνω, ραντίζω γύρω γύρω.

German (Pape)

Nebenform v. περιρραίνω, LXX.