περιρραφή

Greek Monolingual

η, Ν περιρράπτω
1. η ραφή γύρω από κάτι, η ραφή κομματιού υφάσματος αφού το αναδιπλώσουμε, το στρίφωμα, το ρέλιασμα
2. ιατρ. η περίπαρση.