περιρράπτω
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
English (LSJ)
stitch all round, D.S.20.91 (Pass.), Poll.7.84 (Pass.).
Russian (Dvoretsky)
περιρράπτω: шить кругом, обшивать Diod.
Greek (Liddell-Scott)
περιρράπτω: ῥάπτω ὁλόγυρα, καλύμματα ἐκ βυρσῶν περιερραμμένα Διόδ. 20. 91, Πολυδ. Ζ΄, 84.