ρέλιασμα

From LSJ

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source

Greek Monolingual

το Ν ρελιάζω
η κατασκευή στριφώματος σε ύφασμα ή ένδυμα.