περιστέρι

Greek Monolingual

το, Ν, περιστέριν Μ, περιστέριον Α περιστερά
γενική ονομασία πουλιών με μικρό κεφάλι, στρογγυλό σώμα και χαρακτηριστική γουργουριστή φωνή, της τάξης τών περιστερόμορφων, που περιλαμβάνει 300 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν πέντε είδη
νεοελλ.
1. εκκλ. το αρτοφόριο
2. στον πληθ. τα περιστέρια
μτφ. (στις ΗΠΑ) ονομασία που είχε δοθεί στους αντιπάλους του πολέμου του Βιετνάμ, σε αντιδιαστολή προς τους υποστηρικτές του πολέμου, που ονομάζονταν γεράκια
μσν.
(κατά τον Φώτ.) «περιστέριον
τὸ περιστερίδιον
ἔστι δὲ κοσμάριόν τι»
μσν.-αρχ.
(με υποκορ. σημ.) μικρό περιστέρι, περιστεράκι
αρχ.
1. το φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη η φαρμακευτική, αλλ. περιστερεών
2. γυναικείο κόσμημα.