περισυνάγω
English (LSJ)
gloss on ἀφροίζω, Sch.E.Hec.1139:—Pass., Glossaria on ἀμφαγέρονται, Sch.Opp.H.3.231; περισυνηγμένων collected from all round, Glossaria on παντοδαπῶν, Sch.Them.Or.16.201a.
Greek (Liddell-Scott)
περισυνάγω: συνάγω τι πέριξ τινὸς ἢ συνάγω πανταχόθεν εἰς ἓν μέρος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 2. 231, Ἐπιφάν., κλπ.
Greek Monolingual
ΜΑ συνάγω
1. συγκεντρώνω κάτι γύρω από κάτι άλλο ή από κάποιον
2. συγκεντρώνω διασκορπισμένα μέρη ενός συνόλου, συναθροίζω από παντού σε ένα μέρος, περισυλλέγω, συμμαζεύω.