περσοκτόνος

English (LSJ)

ον, Persian-slaying, Θεμιστοκλῆς Plu. 2.349c.

German (Pape)

[Seite 603] Perser tödtend, Sp.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τον Θεμιστοκλή) αυτός που σκότωσε, που εξόντωσε τους Πέρσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πέρσης + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.

Russian (Dvoretsky)

περσοκτόνος: убивающий персов (Θεμιστοκλῆς Plut.).