πετζώνω, ΝΜ πετσίεπενδύω με δέρμανεοελλ.1. δημιουργώ κρούστα, πιάνω πέτσα2. ναυτ. επικαλύπτω εξωτερικά το σκάφος με σανίδες ή λαμαρίνες3. δέρνω αλύπητα4. φρ. α) «τήν πέτσωσα» ή «είμαι πετσωμένος» — έφαγα πολύ, παραχόρτασα.