πέτσα

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. επιδερμίδα, δέρμα
2. λεπτό στρώμα σκληρότερο από το υπόλοιπο υλικό, στην επιφάνεια του οποίου σχηματίζεται (α. «πέτσα της πληγής» — εφελκίδα
β. «πέτσα στο γάλα [ή στην κρέμα]» — κρούστα
γ. «πέτσα του ψωμιού» — η κόρα)
3. φρ. α) «δεν έχω πέτσα» — φέρομαι αδιάντροπα
β) «κάνω πέτσα» ή «πιάνω πέτσα» — σχηματίζω κρούστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pezza].