πευκία

English (LSJ)

ἡ, bitter taste of pitch, Tz.H.9.835.

German (Pape)

[Seite 607] ἡ, πικρία πίσσης, Tzetz. Chil. 9, 836.

Greek (Liddell-Scott)

πευκία: ἡ, ἡ πικρὰ γεῦσις τῆς πίσσης, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 836.

Greek Monolingual

ἡ, Μ πεύκη
πικρή γεύση.