πινόεις
English (LSJ)
πινόεσσα, πινόεν, = πιναρός, Hp.Mul.2.187, A.R.2.301, AP7.146 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 617] poet. = πιναρός, schmutzig, Ap. Rh. 2, 301, Suid.
Russian (Dvoretsky)
πῐνόεις: όεσσα, όεν покрытый грязью, весь в грязи Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνόεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ πιναρός, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 301, Ἀνθ. Π. 7. 146· ὡσαύτως παρ’ Ἱππ. 666. 42.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
ο γεμάτος ακαθαρσίες, ρυπαρός, πιναρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. -όεις].
Greek Monotonic
πῐνόεις: -εσσα, -εν, ποιητ. αντί πιναρός, σε Ανθ.
Middle Liddell
πῐνόεις, εσσα, εν [poetic for πιναρός, Anth.]