πιστήρ

English (LSJ)

πιστῆρος, ὁ, (πιπίσκω) = ποτίστρα, Hsch. s.v. πισμός.

German (Pape)

[Seite 620] ῆρος, ὁ, = ποτιστήρ, ποτιστής (?).

Greek (Liddell-Scott)

πιστήρ: ῆρος, ὁ, (πιπίσκω) = ποτιστήρ, ποτιστής.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ποτίστρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. πῖ- του πίνω με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πιστός [II], πισμός, πίστρα) + επίθημα -τήρ].