πιστοποίηση

Greek Monolingual

η / πιστοποίησις, ΝΑ πιστοποιώ
η ενέργεια του πιστοποιώ, το να επιβεβαιώνει κανείς κάτι ως αληθινό, επικύρωση
νεοελλ.
1. συνεκδ. έγγραφο, ιδίως επίσημο, με το οποίο πιστοποιείται κάτι, πιστοποιητικό
2. φρ. «πιστοποίηση περιουσίας»
(νομ.) η νόμιμη, από το αρμόδιο όργανο, έκδοση εγγράφου, από όπου προκύπτει η ύπαρξη, σε ορισμένο χρόνο, περιουσιακών στοιχείων ενός νομικού ή φυσικού προσώπου και η τυχόν υποθήκη ή ενεχυρίασή τους.