πλάσις
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, (πλάσσω)
A moulding, conformation, τοῦ ἐμβρύου Arist.GA776a33; of an infant, by massage, Sor.1.85; of a statue, Rev.Ét.Anc.33.215 (Theangela, iii B.C.); ὀπτῆς πλίνθου PSI6.712.5 (iii A.D.): generally, opp. ὕλη, Plot.3.3.4.
2 training of the voice, Plu.Cic.4.
3 fiction, invention, Arist.Metaph.1086a4, Demetr.Eloc.158; πλάσει τῶν ἀδυνάτων Str.1.2.35.
German (Pape)
[Seite 625] ἡ, 1) das Bilden, die Bildung, Form, ἡ τοῦ προσώπου, Pol. 6, 53, 5. – 2) in der Musik = πλάσμα.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de façonner, de modeler.
Étymologie: πλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
πλάσις: εως (ᾰ) ἡ
1 образование, формирование (τοῦ ἐμβρύου Arst.; τῆς φωνῆς Plut.);
2 придумывание, измышление: ἡ περὶ τὰ εἴδη π. Arst. выдуманность (метафизических) идей (у Спевсиппа).
Greek (Liddell-Scott)
πλάσις: [ᾰ], -εως, ἡ, (πλάσσω) σχηματισμός, μόρφωσις, Ἐμπεδ. 285· ἡ τοῦ ἐμβρύου πλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 8, 4· ἐπὶ τῆς φωνῆς, Πλουτ. Κικ. 4. 2) ἐπινόησις, πλάσμα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 9, 15· πλάσει τῶν ἀδυνάτων Στράβ. 43.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάσις -εως, ἡ [πλάττω] vorming:. λαμβάνειν πλάσιν vorm krijgen Plut. Cic. 4.4.