πλέγω

Greek Monolingual

(I)
και πλέκω και πλέχω ΝΜ
πλέω, επιπλέω, κολυμπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἔπλεξα < ἔπλευσα / ἔπλεψα (με ανομοιωτική τροπή του -ψ- σε -ξ-) αόρ. του πλέω (πρβλ. παύω: έπαυσα / έπαψα), κατά το σχήμα: άνοιξα - ανοίγω].
(II)
Ν
(διαλ. τ.) βλ. πλέκω.