πλαγιοβάδιση

Greek Monolingual

η, Ν
ο συνηθισμένος αργός βηματισμός του αλόγου που εκτελείται σε τέσσερεις χρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + βάδιση (< βαδίζω). Η λ., στον λόγιο τ. πλαγιοβάδισις, μαρτυρείται από το 1891 στον Κ.Α. Μαυρομιχάλη].