βάδιση
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
η (AM βάδισις) βαδίζω
το να βαδίζει κανείς, περπάτημα
νεοελλ.
ο ιδιαίτερος, χαρακτηριστικός τρόπος που βαδίζει κάποιος.