πλαδαρότητα

Greek Monolingual

η / πλαδαρότης, -ητος, ΝΑ πλαδαρός
(ιδίως για τα σαρκώδη μέλη του σώματος) η ιδιότητα του πλαδαρού, χαλαρότητα, χαύνωση, ατονία.