χαύνωση

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

η / χαύνωσις, -ώσεως, ΝΜΑ χαυνῶ, χαυνώνω
νεοελλ.
η κατάσταση του χαύνου, πνευματική νωθρότητα ή σωματική ατονία, αποχαύνωση
μσν.
1. κενό διάστημα
2. (για ώριμα φρούτα) η κατάσταση του μαλακού
αρχ.
1. πλαδαρότητα
2. μτφ. α) ψυχική χαλάρωση, ανακούφιση
β) φούσκωμα, κομπασμός
γ) πρόκληση σύγχυσης, σύγχυση
δ) μείωση της σημασίας ή της αξίας.