πλαδαρότης
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
-ητος, ἡ, flaccidity, Epicur.Nat.140 G., Herm. ap. Stob.1.49.69, Gal.14.770.
German (Pape)
[Seite 623] ητος, ἡ, Nässe, Zustand eines nassen Körpers, Hermes bei Stob. ecl. I p. 1098.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰδᾰρότης: -ητος, ἡ, ὑγρότης, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1096, Γαλην.
Greek Monolingual
η / πλαδαρότης, -ητος, ΝΑ πλαδαρός
(ιδίως για τα σαρκώδη μέλη του σώματος) η ιδιότητα του πλαδαρού, χαλαρότητα, χαύνωση, ατονία.