Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πλαζ
Greek Monolingual
και πλάζα, η, Ν άκλ. 1. ομαλή ακτή, παραλία 2.αμμώδηςπαραλία αξιοποιημένη από τουριστική άποψη, που χρησιμοποιείται για αναψυχή και θαλάσσια λουτρά. [ΕΤΥΜΟΛ.< γαλλ. plage «παραλία» (< ιταλ. piaggia< υστερολατ. plagia<πλάγιος)].