πλεξάνα

Greek Monolingual

η, Ν
πλεξίδα κρεμμυδιών ή σκόρδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέξη κατά τα θηλ. σε -άνα (πρβλ. μπανάνα, φαγάνα, δαγκάνα)].