δαγκάνα

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek Monolingual

η δαγκάνω
1. η κοινή ονομασία τών ποδολαβίδων τών Καρκινοειδών
2. η τανάλια.