φαγάνα

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. κοινή ονομασία του εκσκαφέα
2. μτφ. α) έμψυχο ή άψυχο που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, καυσίμων, αναλώσιμων υλικών
β) άνθρωπος άπληστος και δωροδοκούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγανός, κατά τα θηλ., ενώ, κατ' άλλη άποψη, από τον τ. φαγών, -όνος «σιαγόνα»].