πλευρόθεν

English (LSJ)

(parox.), Adv. from the side, S.Tr.938.

German (Pape)

[Seite 631] adv., von der Seite her, Soph. Trach. 934.

French (Bailly abrégé)

adv.
de côté, sur le côté.
Étymologie: πλευρόν, -θεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλευρόθεν [πλευρόν] adv., aan de zijkant.

Russian (Dvoretsky)

πλευρόθεν: adv. сбоку: π. πλευρὰν παρείς Soph. прижавшись боком к боку.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από την πλευρά, από τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μητρόθεν)].

Greek Monotonic

πλευρόθεν: επίρρ., απο την πλευρά, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πλευρόθεν: Ἐπίρρ. ἐκ τῆς πλευρᾶς, Σοφ. Τρ. 938.

Middle Liddell

from the side, Soph.

English (Woodhouse)

from the side