πληρεξουσιότητα

Greek Monolingual

η, Ν
(αστ. δίκ.)
1. η διά δικαιοπραξίας παρεχόμενη εξουσία προς αντιπροσώπευση, καθώς και η δικαιοπραξία με την οποία παρέχεται η εξουσία αυτή
2. φρ. α) «εσωτερική πληρεξουσιότητα» — η περίπτωση κατά την οποία η δήλωση του πληρεξουσιοδότη απευθύνεται προς τον πληρεξούσιο
β) «εξωτερική πληρεξουσιότητα» — περίπτωση κατά την οποία η δήλωση απευθύνεται προς τρίτον
γ) «δικαστική πληρεξουσιότητα» — η πληρεξουσιότητα εκείνου που εκπροσωπεί έναν διάδικο ενώπιον του δικαστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληρεξούσιος. Η λ., στον λόγιο τ. πληρεξουσιότης, μαρτυρείται από το 1782 στον Ευγ. Βούλγαρι].