πλοηγώ

Greek Monolingual

-έω, Ν πλοηγός
1. είμαι πλοηγός, εκτελώ το έργο του πλοηγού
2. οδηγώ πλοίο κοντά στις ακτές ή διά μέσου στενών θαλάσσιων διόδων ή εντός λιμένα, κν. πιλοτάρω
3. μτφ. οδηγώ κάποιον και τον βοηθώ να βγει από μια δύσκολη κατάσταση.