το, Ν1. πόδι μαλακίου και ιδιαίτερα χταποδιού, πλόκαμος2. ο πλόκαμος τών μαλλιών, πλεξούδα3. (αλιευτ.) άλλη κοινή ονομασία για το παράμαλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοκάμιον, υποκορ. του αρχ. πλόκαμος.